ζωντάνευμα

ζωντάνευμα
και ζωντάνεμα, το [ζωντανεύω]
1. η επαναφορά στη ζωή, αναβίωση, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα
2. μτφ. ζωντανή περιγραφή ή αφήγηση αντικειμένου ή γεγονότος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”